Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013
Τα μουσικά όργανα:η πολίτικη λύρα
Η κοινή πλέον ονομασία του οργάνου στα ελληνικά είναι “πολίτικη λύρα”. Στα Τουρκικά είναι σε χρήση οι όροι “klasik kemençe” και “fasıl kemençesi”. Έχει χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν και ο όρος “kemençe i-Rumi”, που εννοεί τη λύρα που παίζουν οι Ρωμίοι.
Ο όρος “πολίτικη” στην περιγραφή αυτού του τύπου λύρας, είναι πολύ πρόσφατος και χρησιμοποιείται στην Ελλάδα από το τέλος του 20ου αιώνα. Το όργανο προτού εισέλθει στο σύνολο της κλασσικής Οθωμανικής μουσικής, κάτι που συνέβη κατά το τέλος του 19ου αιώνα, ονομαζόταν απλώς “λύρα”.
Μπορεί να γίνει κατανοητή η προσθήκη του προσδιορισμού “πολίτικη” στο γεωγραφικά ελλαδικό χώρο και κατ΄ επέκταση στα Ελληνικά, ως ανάγκη προσδιορισμού της λύρας που παιζόταν και ακόμα παίζεται κυρίως στην Πόλη, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη. Είναι επίσης μέσον διαφοροποίησης του οργάνου από τα υπόλοιπη είδη λύρας που συναντώνται στην Ελλάδα, όπως την κρητική, τη θρακική, την ποντιακή, τη δραμινή κ.ο.κ.. Η χρήση του προσδιορισμού “πολίτικη” παρατηρείται από τότε που το όργανο, μετά από μια περίοδο εγκατάλειψης, μεταφέρθηκε και άρχισε να παίζεται και πάλι στην Ελλάδα, γεγονός που οφείλεται σε ατομικές προσπάθειες και αναζήτηση Ελλήνων, και μη, μουσικών που μπορούμε να πούμε πως ξαναζωντάνεψαν τη χρήση του στη χώρα.
Στα Τουρκικά, η πολίτικη λύρα λεγόταν αρχικά απλώς “kemençe”, λέξη-δάνειο από τα Περσικά, που σημαίνει “μικρό τόξο”, εννοώντας το δοξάρι και κατ’ επέκταση “μικρό τοξωτό όργανο”. Αργότερα, όταν το όργανο συμπεριλήφθη στο κλασσικό σύνολο της Οθωμανικής μουσικής στην Πόλη, και όπως συνέβη και στα ελληνικά, οι προσδιορισμοί “klasik” και “fasıl” ξεχώριζαν αυτή τη λύρα από τον άλλο τύπο λύρας στην Τουρκία, αυτόν της Μαύρης Θάλασσας (Karadeniz kemençesi), γνωστό στην Ελλάδα ως “Ποντιακή λύρα” ή “κεμεντζές”. Ο όρος “klasik”, δηλαδή “κλασσικός”, όπως και “fasıl”, που στα Τουρκικά σημαίνει, μεταξύ άλλων, και “ορχήστρα”, προσδιορίζουν τη λύρα που παίζεται στη μουσική fasıl στην Τουρκία και στα σύνολα εκτέλεσης κλασσικής Οθωμανικής μουσικής.
Σημειώνεται πως η λέξη “kemençe”, χρησιμοποιούνταν πριν από την πολίτικη λύρα, στον προσδιορισμό ενός άλλου τύπου τοξωτού εγχόρδου, γνωστό σήμερα ως “rebab”. Επίσης “kemânçe” ή αλλιώς “kemân” ήταν το μόνο τοξωτό όργανο που χρησιμοποιούνταν στην κλασσική Οθωμανική μουσική μέχρι τις αρχές του 18ου αι.. H ρίζα “keman” συναντιέται και στην ονομασία της βιόλας ντ’αμόρε (viola d’ amore) στα Τουρκικά, που ονομάζεται “sine kemân” (δηλαδή τοξωτό που ακουμπάει στο στήθος), όργανο που αντικατέστησε το “kemânçe” στην ορχήστρα κλασσικής Οθωμανικής μουσικής. Με τον όρο “keman” στην Τουρκία ονομάζεται το βιολί δυτικο-ευρωπαϊκού τύπου, το οποίο με τη σειρά του αντικατέστησε τη βιόλα ντ’ αμόρε στην ορχήστρα, μέχρι την είσοδο της πολίτικης λύρας σε αυτήν.
Ο όρος “πολίτικη” στην περιγραφή αυτού του τύπου λύρας, είναι πολύ πρόσφατος και χρησιμοποιείται στην Ελλάδα από το τέλος του 20ου αιώνα. Το όργανο προτού εισέλθει στο σύνολο της κλασσικής Οθωμανικής μουσικής, κάτι που συνέβη κατά το τέλος του 19ου αιώνα, ονομαζόταν απλώς “λύρα”.
Μπορεί να γίνει κατανοητή η προσθήκη του προσδιορισμού “πολίτικη” στο γεωγραφικά ελλαδικό χώρο και κατ΄ επέκταση στα Ελληνικά, ως ανάγκη προσδιορισμού της λύρας που παιζόταν και ακόμα παίζεται κυρίως στην Πόλη, δηλαδή στην Κωνσταντινούπολη. Είναι επίσης μέσον διαφοροποίησης του οργάνου από τα υπόλοιπη είδη λύρας που συναντώνται στην Ελλάδα, όπως την κρητική, τη θρακική, την ποντιακή, τη δραμινή κ.ο.κ.. Η χρήση του προσδιορισμού “πολίτικη” παρατηρείται από τότε που το όργανο, μετά από μια περίοδο εγκατάλειψης, μεταφέρθηκε και άρχισε να παίζεται και πάλι στην Ελλάδα, γεγονός που οφείλεται σε ατομικές προσπάθειες και αναζήτηση Ελλήνων, και μη, μουσικών που μπορούμε να πούμε πως ξαναζωντάνεψαν τη χρήση του στη χώρα.
Στα Τουρκικά, η πολίτικη λύρα λεγόταν αρχικά απλώς “kemençe”, λέξη-δάνειο από τα Περσικά, που σημαίνει “μικρό τόξο”, εννοώντας το δοξάρι και κατ’ επέκταση “μικρό τοξωτό όργανο”. Αργότερα, όταν το όργανο συμπεριλήφθη στο κλασσικό σύνολο της Οθωμανικής μουσικής στην Πόλη, και όπως συνέβη και στα ελληνικά, οι προσδιορισμοί “klasik” και “fasıl” ξεχώριζαν αυτή τη λύρα από τον άλλο τύπο λύρας στην Τουρκία, αυτόν της Μαύρης Θάλασσας (Karadeniz kemençesi), γνωστό στην Ελλάδα ως “Ποντιακή λύρα” ή “κεμεντζές”. Ο όρος “klasik”, δηλαδή “κλασσικός”, όπως και “fasıl”, που στα Τουρκικά σημαίνει, μεταξύ άλλων, και “ορχήστρα”, προσδιορίζουν τη λύρα που παίζεται στη μουσική fasıl στην Τουρκία και στα σύνολα εκτέλεσης κλασσικής Οθωμανικής μουσικής.
Σημειώνεται πως η λέξη “kemençe”, χρησιμοποιούνταν πριν από την πολίτικη λύρα, στον προσδιορισμό ενός άλλου τύπου τοξωτού εγχόρδου, γνωστό σήμερα ως “rebab”. Επίσης “kemânçe” ή αλλιώς “kemân” ήταν το μόνο τοξωτό όργανο που χρησιμοποιούνταν στην κλασσική Οθωμανική μουσική μέχρι τις αρχές του 18ου αι.. H ρίζα “keman” συναντιέται και στην ονομασία της βιόλας ντ’αμόρε (viola d’ amore) στα Τουρκικά, που ονομάζεται “sine kemân” (δηλαδή τοξωτό που ακουμπάει στο στήθος), όργανο που αντικατέστησε το “kemânçe” στην ορχήστρα κλασσικής Οθωμανικής μουσικής. Με τον όρο “keman” στην Τουρκία ονομάζεται το βιολί δυτικο-ευρωπαϊκού τύπου, το οποίο με τη σειρά του αντικατέστησε τη βιόλα ντ’ αμόρε στην ορχήστρα, μέχρι την είσοδο της πολίτικης λύρας σε αυτήν.
Στα Αγγλικά το όργανο ονομάζεται “Constantinople lyre”, δηλαδή “λύρα της Κωνσταντινούπολης”, προφανής μετάφραση από τα ελληνικά.
Η πολίτικη λύρα είναι ένα μουσικό όργανο για το οποίο δεν υπάρχουν, μέχρι τις μέρες μας, αναμφισβήτητα στοιχεία που να αποδεικνύουν την καταγωγή και τις ιστορικές του καταβολές. Από τα στοιχεία όμως που συγκεντρώθηκαν με αφορμή την παρούσα εργασία, είναι δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα, όχι τόσο για την πρωτοεμφάνιση του οργάνου με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, όσο για την πορεία του στο χρόνο από τα μέσα του 18ου αιώνα και έπειτα. Είναι επίσης εφικτό να σχηματιστεί μια εικόνα για το πώς εγκαθιδρύθηκε το όργανο ως ένα από τα σημαντικότερα, πιο αναγνωρίσιμα και αγαπητά στην κλασσική Οθωμανική μουσική.
Μια από τις πρώτες γραπτές πηγές που αναφέρονται στη νεότερη λύρα στην Τουρκία, ανήκει στον de Blainville, με χρονολογία το 1767. Ονομάζει το όργανο “Lyre”, και αναφέρει πως έχει μόνο τρεις χορδές και πως πλησιάζει στο μέγεθος του δυτικού τύπου βιολιού. Συνεχίζει λέγοντας πως “το γεγονός πως έχει μόνο τρεις χορδές του προσδίδει δυνατότερο ήχο και πως αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι παίζεται στα ανοιχτά και όχι κάτω από το μπράτσο, όπως δηλαδή το βιολί, και έτσι αποκτάται μια ευκολία κατά το παίξιμο, ακόμα και στην παιδική ηλικία”. Η παλαιότερη απεικόνιση ενός τέτοιου οργάνου βρίσκεται στο βιβλίο του Hızir Aga, με τον τίτλο “Tefhîmu ‘l-Makamât fî tevlîdi’ n –nagamât”, που υπολογίζεται κοντά στο 1760. Στη λεζάντα κάτω από την εικόνα γράφει “kemân-I kıptî”, που σημαίνει “τσιγγάνικο βιολί”. Δεν προκαλεί εντύπωση που ο συγγραφέας δίνει το όνομα “kemân” στο όργανο, από τη στιγμή που ο όρος “keman” ήταν μια γενική ονομασία για τα τοξωτά έγχορδα της Οθωμανικής Τουρκίας. Επίσης, το επίθετο “kıptî” είναι μια ένδειξη πως το όργανο δεν είχε εισέλθει ακόμα στο κλασσικό σύνολο της μουσικής της Πόλης.
Το όργανο αναπαριστάται καθαρά για πρώτη φορά σε μορφή πλησιέστερη σε αυτήν που έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και πάντα σε σκηνές διασκέδασης. Σε ένα πίνακα από το λεύκωμα του Enderunî Fazıl, το 1793, απεικονίζονται δύο Έλληνες μουσικοί και ένα αγόρι που χορεύει, να ψυχαγωγούν έναν Τούρκο ευγενή. Ο ένας μουσικός παίζει πολίτικη λύρα, που τότε ονομαζόταν απλώς “λύρα” (στα τουρκικά “kemençe”), και ο άλλος λάφτα. Η εικόνα αποτελεί αδιάσειστο στοιχείο πως η λύρα παιζόταν σε ταβέρνες της εποχής, στην περιοχή του Πέρα και όχι στο Παλάτι του Σουλτάνου ή στις επίσημες ορχήστρες εκτέλεσης Οθωμανικής μουσικής.
(Απόσπασμα από τη διπλωματική εργασία της Χριστίνας Πολυκάρπου, με τίτλο: "Η πολίτικη λύρα", Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Σχολή καλών τεχνών, τμήμα μουσικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 2012)
Η πολίτικη λύρα είναι ένα μουσικό όργανο για το οποίο δεν υπάρχουν, μέχρι τις μέρες μας, αναμφισβήτητα στοιχεία που να αποδεικνύουν την καταγωγή και τις ιστορικές του καταβολές. Από τα στοιχεία όμως που συγκεντρώθηκαν με αφορμή την παρούσα εργασία, είναι δυνατόν να εξαχθούν συμπεράσματα, όχι τόσο για την πρωτοεμφάνιση του οργάνου με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, όσο για την πορεία του στο χρόνο από τα μέσα του 18ου αιώνα και έπειτα. Είναι επίσης εφικτό να σχηματιστεί μια εικόνα για το πώς εγκαθιδρύθηκε το όργανο ως ένα από τα σημαντικότερα, πιο αναγνωρίσιμα και αγαπητά στην κλασσική Οθωμανική μουσική.
Μια από τις πρώτες γραπτές πηγές που αναφέρονται στη νεότερη λύρα στην Τουρκία, ανήκει στον de Blainville, με χρονολογία το 1767. Ονομάζει το όργανο “Lyre”, και αναφέρει πως έχει μόνο τρεις χορδές και πως πλησιάζει στο μέγεθος του δυτικού τύπου βιολιού. Συνεχίζει λέγοντας πως “το γεγονός πως έχει μόνο τρεις χορδές του προσδίδει δυνατότερο ήχο και πως αυτό ενισχύεται από το γεγονός ότι παίζεται στα ανοιχτά και όχι κάτω από το μπράτσο, όπως δηλαδή το βιολί, και έτσι αποκτάται μια ευκολία κατά το παίξιμο, ακόμα και στην παιδική ηλικία”. Η παλαιότερη απεικόνιση ενός τέτοιου οργάνου βρίσκεται στο βιβλίο του Hızir Aga, με τον τίτλο “Tefhîmu ‘l-Makamât fî tevlîdi’ n –nagamât”, που υπολογίζεται κοντά στο 1760. Στη λεζάντα κάτω από την εικόνα γράφει “kemân-I kıptî”, που σημαίνει “τσιγγάνικο βιολί”. Δεν προκαλεί εντύπωση που ο συγγραφέας δίνει το όνομα “kemân” στο όργανο, από τη στιγμή που ο όρος “keman” ήταν μια γενική ονομασία για τα τοξωτά έγχορδα της Οθωμανικής Τουρκίας. Επίσης, το επίθετο “kıptî” είναι μια ένδειξη πως το όργανο δεν είχε εισέλθει ακόμα στο κλασσικό σύνολο της μουσικής της Πόλης.
Το όργανο αναπαριστάται καθαρά για πρώτη φορά σε μορφή πλησιέστερη σε αυτήν που έχει επικρατήσει μέχρι σήμερα, στο δεύτερο μισό του 18ου αιώνα και πάντα σε σκηνές διασκέδασης. Σε ένα πίνακα από το λεύκωμα του Enderunî Fazıl, το 1793, απεικονίζονται δύο Έλληνες μουσικοί και ένα αγόρι που χορεύει, να ψυχαγωγούν έναν Τούρκο ευγενή. Ο ένας μουσικός παίζει πολίτικη λύρα, που τότε ονομαζόταν απλώς “λύρα” (στα τουρκικά “kemençe”), και ο άλλος λάφτα. Η εικόνα αποτελεί αδιάσειστο στοιχείο πως η λύρα παιζόταν σε ταβέρνες της εποχής, στην περιοχή του Πέρα και όχι στο Παλάτι του Σουλτάνου ή στις επίσημες ορχήστρες εκτέλεσης Οθωμανικής μουσικής.
(Απόσπασμα από τη διπλωματική εργασία της Χριστίνας Πολυκάρπου, με τίτλο: "Η πολίτικη λύρα", Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, Σχολή καλών τεχνών, τμήμα μουσικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 2012)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου