Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

Τι κρύβουν τα τραγούδια: οι δυο σερέτες

Από τα μέσα του 19ου αιώνα και μέχρι το 1922 ο Πειραιάς έκλεψε τα πρωτοτόκια από την Ερμούπολη κι έγινε αυτός το μεγαλύτερο λιμάνι του νεοελληνικού κράτους. Έτσι, το επίνειο αυτό της Αθήνας άρχισε να δέχεται τα αλλεπάλληλα κύματα της εσωτερικής μετανάστευσης που αναζητούσαν μια καλύτερη τύχη στο λιμάνι, στα εργοστάσια, στα καταστήματα ή γύρω από αυτά
. Εργάτες, άνεργοι, νταήδες,  και κουτσαβάκηδες αποτελούσαν τη συντριπτική πλειοψηφία του πειραιώτικου πληθυσμού. Η ανεργία και η υποαπασχόληση ενισχύανε τα παράνομα ή ημιπαράνομα επαγγέλματα και, φυσικά, το νταηλίκι και τη ρεμπετιά.

Το τραγούδι του Εμμανουήλ Χρυσαφάκη, που έχει τον τίτλο "Οι δυο σερέτες", δηλαδή δυο κακοί και προκλητικοί νταήδες, παρουσιάζει τη μονομαχία δυο κουτσαβάκηδων: ενός Ψυρριώτη και ενός Ερμουπολίτη. Η συνάντηση και η μονομαχία τους γίνεται κάπου στο λεκανοπέδιο Αττικής, στην Αθήνα ή στον Πειραιά. Το τραγούδι αυτό είναι ένα ρεαλιστικό επίτευγμα, αφού σε  έξι μόνο δίστιχα έχουμε τα ψυχολογικά και κοινωνικά πορτρέτα των δυο μονομάχων, το παρελθόν και το... μέλλον τους! Οι διάλογοι είναι ζωντανοί, σπαρταριστοί, παρόλο που υόκεινται στους περιορισμούς του μέτρου και της ρίμας. Ωστόσο οι ομηρικές καυχησιολογίες και προκλήσειςτους ξεφεύγουνε από τα σοκάκια της αγοράς και της πιάτσας και μπαίνουνε μέσα στα καλούπια του τροχαϊκού δεκαπεντασύλλαβου, αβίαστα και χωρίς παραμορφώσεις.
Αν χαρακτήρισα το τραγούδι ρεαλιστικό, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Χρυσαφάκης δεν εξιδανικεύει τους δυο κουτσαβάκηδες, αλλά και δεν τους υποτιμά, δεν τους μειώνει. Δεν τους υμνεί, αλλά και δεν τους σατιρίζει,δεν τους σαρκάζει. Τους δείχνει στις σωστές, αληθινές, ανθρώπινές τους διαστάσεις. Υπάρχει μόνο μια μικρή κρυμμένη ειρωνεία στην τελευταία στροφή. Αλλά κι αυτή είναι τραγική ειρωνεία. 
Πρώτος ξεκινάει την πρόκληση ο Ψυρριώτης κουτσαβάκης, δηλώνοντας ότι είναι τζούρας και χαρμάνης (στερημένος από ναρκωτικές ή μεθυστικές ουσίες, από λεφτά ή από οτιδήποτε άλλο):

Τζούρας είμαι και χαρμάνης, είμ’ ο Γιάννης του Ψυρρή,
δέκα χρόνια δικασμένος, στου Συγγρού τη φυλακή.

Κι εγώ είμαι ο Βαγγέλης, και μ’ αυτό τι θες να πεις,
μες στη Σύρα, στο Βροντάδο, σκότωσα ένα, δυο, τρεις.

Βλάμης είσαι ρε Βαγγέλη, και γι’ αυτά μη συζητάς,
ούτε καν σε λογαριάζω, και αν είσαι εσύ φονιάς.

Και μ’ αυτά τι θες ρε Γιάννη, μήπως θες να `ξηγηθείς,
αν τολμήσεις και απλώσεις, στη στιγμή θε’ να χαθείς.

Και τραβάνε τα μαχαίρια, και χτυπιόνται στα γερά
και ο Γιάννης ξεμπερδεύει, το Βαγγέλη το φονια.

Κι έτσι ο Γιάννης ησυχάζει, από τούτον το μπελιά,
ξανατρώει δέκα χρόνια, στη στρατώνα την παλιά.


 (Απόσπασμα από το βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη "Ο ακρίτας που έγινε ρεμπέτης", εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή",1999)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου