Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου



Συνολικές προβολές σελίδας

Επιμέλεια ακροβάτης. Από το Blogger.
Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2013

Εδώδιμα-αποικιακά: Η Παντάνασσα



Στο κέντρο της Αχαϊκής πρωτεύουσας και σε πολύ μικρή απόσταση από την κεντρική πλατεία των Υψηλών Αλωνίων, δεσπόζει ο ιστορικός  Ναός της Παναγίας Παντανάσσης Πατρών. Ο ναός, είναι χτισμένος επάνω σε ένα φυσικό ύψωμα και αποτελεί καύχημα για την Αποστολική Εκκλησία των Πατρών. Από το 1996 με απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, ο Ναός αποτελεί διατηρητέο μνημείο – υπόδειγμα της νεώτερης εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής.


Ελάχιστα γραπτά στοιχεία έχουμε για την ιστορία του ναού και αυτά μας τα διασώζει ο έγκριτος ιστορικός της Πάτρας, Κώστας Τριανταφύλλου, στο περίφημο δίτομο έργο του: «Ιστορικόν Λεξικόν της Πόλεως των Πατρών». Όπως αναφέρει ο Τριανταφύλλου, στη θέση που βρίσκεται σήμερα ο μεγαλοπρεπής Ναός, προϋπήρχε μικρή εκκλησία της Παναγίας, από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας, η οποία ήταν κτισμένη σε περιοχή όπου παλαιότερα υπήρχε βυζαντινό κοιμητήριο. Αρχιτέκτων του Ναού ήταν ο Κ. Φρεαρίτης, πρώτος πρύτανης του Εθνικού Μετσοβείου Πολυτεχνείου Αθηνών. Στο αρχικό του σχέδιο προέβλεπε κεντρικό τρούλο για το Ναό, όπως ήταν η Μητρόπολη των Αθηνών. Τα επόμενα χρόνια έγιναν στα οικοδομικά σχέδια μεταβολές από τον περίφημο αρχιτέκτονα – μηχανικό της εποχής Λύσανδρο Καυτατζόγλου (μερικά από τα έργα του οποίου είναι: το Αρσάκειο Αθηνών, το Ε.Μ. Πολυτεχείο και οι Ναοί των Αθηνών: Άγιος Γεώργιος Καρύτση, Αγία Ειρήνη οδού Αιόλου, Άγιος Κωνσταντίνος Ομονοίας, κ.α.). 

" Ήταν φθινόπωρο του '38, ένα απόγευμα μιας Κυριακής. Γυρίζοντας από του Γιαντή-αγά κάθισα  σ'ένα λιθάρι πάνω απ΄ το μετόχι της Παντάνασσας. Μέτρησα τα δίπατα και τα τρίπατα κτίρια που ξεχωρίζανε - ήσαντε τριάντα τελειωμένα και άλλα είκοσι που τότε σήκωναν τοίχους. Από τότε, όποτε περνούσα μετρούσα. Κάθε χρόνο περίπου τριάντα νέα σπίτια σηκωνόσαντε. Το '60 πυ άρχισα είχαν χτιστεί  πάνω από πεντακόσια. Ανάμεσά τους κάμποσα χαμηλά ισόγεια και γύρω τους ένα πλήθος από ξυλοκαλύβες, αποθήκες και παραπήγματα. Αυτά δεν τα μέτρησα, ήσαντε αναρίθμητα.
Εκείνο το απόγευμα είδα από ψηλά τις τρεις κατηγορίες νοικοκυραίων αυτής της πόλης: αυτοί που χτίζαν τα ψηλά σπίτια με τις μεγάλες σάλες, τους απόπατους και τα πλυσταριά΄ οι άλλοι με τα χαμηλά ισόγεια και τέλος η φτωχολογιά με τα παραπήγματα και τις ξυλοκαλύβες. Τα τελευταία χρόνια οι καλύβες λιγόστεψαν, τους πήραν τα οικόπεδα και τους διώξανε -οι περισσότεροι τα είχαν καταπατήσει.
Εκείνο το απόγευμα του '38 επήρα την απόφαση -πρόωρα είναι η αλήθεια, ότι δεν ήταν της σειράς μου- για το μεγάλο σπίτι. Αντί να σκέφτομαι ένα μικρό της σειράς μου, με την αυλή και τον κήπο του, βλέπονας στα αρχοντόσπιτα να χρωματίζονται από τον ήλιο, με έπιασε μεγάλη επιθυμία για σπίτι με τρία πατώματα, μπαλκόνια και μάρμαρα, σαν κι αυτά που ξεχωρίζανε από το σωρό με τα ισόγεια και τις ξυλοκαλύβες. 
Ακόμα, θυμάμαι πως εκέινη την ίδια ημέρα για πρώτη φορά πρόσεξα την ομορφιά της άλασσας. Πίσω της ο ήλιος μόλις είχε αρχίσει να κρυβεται ανάμεσα στη Βαράσοβα και στο Μεσολόγγι. Κοκκίνισζε η θάλασσα και η στεριά έπαιρνε ένα βιολετί χρώμα σαν ζωγραφιά. Κοίταγα την ομορφιά θαμπωμένος και συλλογιζόμουνα γιατί δεν την είχα προσέξει τόσα χρόνια. Ο ήλιος από τους αρχαίους χρόνους πάντα εκεί βασίλευτε, στα ίδια βουνάμ Παλιοβούνα και Βαράσοβα, και τα χρώματα πάντα τα ίδια ήσαντε.
Μέχρι τότε πρόσεχα μόνο τα πλουσιόσπιτα, αλλά από εκείνη τη στιγμή άρχισε να μου αρέσει η ομορφιά στα τοπία της φύσης και έκανα κέφι να τα κοιτώ και να τα θαυμάζω λες και ήμουνα έμπορος ταξιδεμένος και πλούσιος. "

(Από το βιβλίο "Κάτοικος Πατρών",του Βασίλειου Χριστόπουλου, εκδόσεις Κέδρος, δεύτερη έκδοση,1998, σελ.114,115)