Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου



Συνολικές προβολές σελίδας

Επιμέλεια ακροβάτης. Από το Blogger.
Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2013

Εδώδιμα- αποικιακά: "Σμύρνη κι αν εκαταστράφης είν' από τους αρχηγούς"


(Αφιερωμένο στον Νέαρχο Γεωργιάδη που πέθανε την 1 Αυγούστου σε ηλικία 69 ετών,για τα τόσα που μας χάρισε . Με αφορμή τη σημερινή μέρα)


Τον Ιούλιο του 1920 η Συνθήκη των Σεβρών, με τη συγκατάθεση του Σουλτάνου, έδωσε στην Ελλάδα ορισμένα δικαιώματα, που όμως αποδείχτηκαν χωρίς αντίκρισμα. Στο μεταξύ, ο νεότουρκος αξιωματικός Μουσταφά Κεμάλ σχημάτισε στην Άγκυρα επαναστατική κυβέρνηση, ανέλαβε την ηγεσία του στρατού κι άρχισε να πολεμά τους Έλληνες. Έτσι, η Ελλάδα, που είχε αναλάβει την κατοχή της Σμύρνης ως εντολοδόχος των Συμμάχων, έφτασε λίγο-λίγο  να μάχεται σε εχθρικά υπερπόντια εδάφη εναντίον των δυνάμεων του κεμάλ, στα ενδότερα της Μικράς Ασίας. Οι Μεγάλες Δυνάμεις δεν της έδιναν καμιά πρακτική βοήθεια.
Ξαφνικά, στη μέση του πολέμου, ο Βενιζέλος προκηρύσσει εκλογές. Τις κερδίζουν οι αντίπαλοί του οι βασιλιοί κι αυτός αποσύρεται στο Παρίσι, αφήνοντάς άλλους να συνεχίσουν το Μικρασιατικό Πόλεμο, που ο ίδιος άρχισε. Οι βασιλικοί, που όταν ήταν στην αντιπολίτευση, είχαν ταχθεί εναντίον της εκστρατείας, τώρα ανέλαβαν τη συνέχιση του πολέμου με περισσότερο ζήλο απ' τον Βενιζελο. Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ήταν γερμανόφιλος κι ετσι οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ) βρήκαν το πρόσχημα που γυρεύανε να εγκαταλείψουν την Ελλάδα στην τύχη της. Κατάγγειλαν τη Συνθήκη των Σεβρών, άρισαν να υπογράφουν συμφωνίες με την Τουρκία του Κεμάλ και να την εφοδιάζουν με όπλα. Ο διχασμός και η διαίρεση των Ελλήνων σε βενιζελικούς και βασιλικούς πήρε καινούργιες διαστάσεις και επεκτάθηκε μέσα στο ίδιο το στράτευμα. Οι βασιλικοί τραγουδούσαν εμβατήρια υπέρ του Κωνσταντίνου. Οι βενιζελικοί απαντούσαν με ύμνους προς το "Μεγάλο Αρχηγό".
Οι στρατιώτες ήταν καταπονημένοι από τους πολέμους που συνεχίζονταν ασταμάτητα για δέκα χρόνια τώρα. Η αναρρίπιση της διχόνοιας μεγάλωνε την κούραση και την απογοήτευση. οι πορείες κάτω απ' τον καυτό ήλιο, η παγωνιά της νύχτας, οι κακουχίες, η έλλειψη επαρκούς ανεφοδιασμού αύξαιναν τη δυσαρέσκεια. Δεν είχαν αρκετά πυρομαχικά, ρούχα, νερό, τροφή. Πολλές μέρες πορεύονταν ή πολεμούσαν νηστικοί και διψασμένοι. Είχαν βαρεθεί τον πόλεμο.
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες ήταν φυσική η εμφάνιση τραγουδιών μ' ένα πνεύμα κριτικής και αμφισβήτησης. Αντίθετα με τα εξουσαστικά, προπαγανδιστικά και πολεμόχαρα εμβατήρια, αυτά τα λαϊκά τραγούδια είχαν μια διάθεση φανερά αντιεξουαστική, διάθεση ανυπακοής και ανταρσίας. Κι αντίθετα με το ρυθμικό, μεγαλόπρεπο και αισιόδοξο μαντζόρε των εμβατηρίων, η μελωδία τους (που τη δανείζονταν από παλιότερα λαϊκά τραγούδια ήταν μελαγχολική, με ρυθμό εντελώς ακατάλληλο για το βηματισμό της πορείας προς τη μάχη. Αυτά φαίνονται καθαρά σε ένα υβριστικό, για τους αξιωματικούς, ζεϊμπέκικο απ' την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων, που το θυμήθηκαν ξανά οι φαντάροι του Μικρασιατικού Πολέμου, προσθέτοντάς του και νέους στίχους. H μικρασιατική παραλλαγή επικαλείται την παρουσία του πατέρα και της μάνας για να ουν το επιστρατευμένο παιδί τους πόσο υποφέρει:

Παπάκη μου, παπάκη μου
πονεί το κεφαλάκι μου.

Αν είσαι μάνα και πονείς 
έλα στη Σμύρνη να με δεις.

Έλα στα παραπήγματα, 
εκεί στα μάυρα μνήματα.

Τι σου 'κανα, κυρ' λοχαγέ,
μας έσπασες τον αργιλέ.

Τον έσπασ' η μανύα σου
γαμώ την Παναγία σου!

Το καλοκαίρι του 1922 η επισιτιστική κατάσταση στο μικρασιατικό μέτωπο ήταν φριχτή. Οι προμηθευτές διέκοπταν τις προμήθειες τροφίμων, γιατί έμεναν απλήρωτοι από τις διοικήσεις. Τα νοσοκομεία δεν είχαν κρέας για τους αρρώστους και τους τραυματίες. Το φαγητό ήταν λίγο, κακής ποιότητας, σάπιο. Η δυσαρέσκεια των στρατιωτών έφτανε τα όρια της στάσης. Αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι πολλές φορές οι στρατιώτες τοποθετούσαν σάπιες ρέγκες στο μέρος απ' όπου θα περνούσαν οι αξιωματικοί σε ένδειξη διαμαρτυρίας, αλλά και αγανάκτησης.
Ένα σχετικό τραγούδι (που δεν έχει άλλη αξία εκτός από εκείνη της μαρτυρίας) φαίνεται αρκετά μετριοπαθές μέσα στη συγκρατημένη οργή του.

Κυρ' λοχαγέ μου, το και το,
δεν είν' συσσίτιο αυτό, 
όλο σούπα με πατάτες, 
και νερόβραστες ντομάτες.

Κυρ' λοχαγέ μου, δε μου λες,
πού βρίσκεις το χαλβά κι ελιές
και μας σερβίρεις πι και φι
τα βράδια για "ξηρά τροφή";

Κυρ' λοχαγέ, στο μαγειριό
πες να μου βράσουν βοδινό
κι όχι όλο πειθαρχείο
να "φονεύω" το θηρίο!

Η τουρκική αντεπίθεση που εκδηλώθηκε στ μέσα Αυγούστου 1922, δημιούργησε ρήγμα στην περιοχή Αφιόν Καραχισάρ. Μέσα σε λίγες μέρες ο ελληνικός στρατός διαλύθηκε. Το μέτωπο κατέρρευσε. Οι στρατιώτες υποχωρούσαν ατάκτως, αφήνοντας πίσω τους πολλούς νεκρούς και αιχμαλώτους. καταφεύγανε πανικόβλητοι στα πλοία για να σωθούνε στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στον Πειραιά.
Ο ελληνικός στρατός στη φυγή του εγκαταλείπει τη Μικρά Ασία και τη Σμύρνη, την "αρχόντισσα της Ιωνίας", τη σκλάβα που είχε ελευθερωθεί τρία χρόνια νωρίτερα... Οι Τσέτες, οι άγριοι τούρκοι ανάρτες, καβαλάρηδες με ματωμένες σπάθες, μπαίνουν στην πόλη. Η Γκιαούρ Ιζμίρ, η άπιστη σκλάβα, που είχε απαρνηθεί το Ισλ΄μ, που πριν λίγο ακόμα αγκάλιαζε  και φιλούσε τον ελληνικό στρατό, τους αντικρίζει τώρα με θανάσιμη αγωνία. Το πλούσιο στήθος της ανεβοκατεβαίνει από τον τρόμο...  Για χάρη της κόντεψε να αφανιστεί όλη η Τουρκία. Τώρα η Τσέτες την εκδικούνται: της λογχίσανε το κορμί, της κόψανε τις ρόγες, της ακρωτηρίασαν τα δάχτυλα να της πάρουν τα δαχτυλίδια και τέλος βάλανε φωτιά στα μακριά μαλλιά της.
Στις 30 Αυγούστου (13-14 Σεπτέμβρη) τη νύχτα η Σμύρνη καίγεται. Μέσα σε λίγες ώρες θα αποτεφρωθεί ολόκληρη, εκτός από την τουρκική συνοικία, τους Απάνω Μαχαλάδες.



Σαν της Σμύρνης το γιαγκίνι
στον ντουνιά δεν έχει γίνει.
κάηκε κι έγινε στάχτη
κι έβγαλ' ο Κεμάλ το άχτι.

Σμύρνη, φτωχομάνα Σμύρνη, 
που 'ναι η ομορφιά σου εκείνη;
Κάηκες από θεμέλια,
σκεπαστά και μπεζεστένια.

Κάηκε κι ένα σχολείο
που 'ταν παρθεναγωγείο.
Κάηκε και μια δασκάλα
που 'ταν άσπρη σαν το γάλα.

 Το αλαφιασμένο πλήθος στην προυμαία, Έλληνες και Αρμένηδες, Σμυρνιοί και κάτοικοι του εσωτερικού της Μικράς Ασίας, που φτάσαν στη Σμύρνη για περισσότερη ασφάλεια, σφαγιάζονται κατά χιλιάδες. Άλλοι πνίγονται στη θάλασσα, καθώς κολυμπούνε για να φτάουνε στα καράβια. Τα πτώματα που επιπλέουν είναι τόσα πολλά, που μπορεί κανείς να προχωρήσει αρκετή απόσταση πατώντας πάνω σ'αυτά.
Τα πληρώματα των συμμαχικών πολεμικών, μεταγωγικών και φορτηγών που βρίσκονται στο λιμάνι, λες για να συνοψίσουν τον εμπαιγμό και την κοροϊδία των χωρών τους απέναντι στους Έλληνες, για να τονίσουν περισσότερο την τραγική ειρωνεία, για να επισπεύσουν την κορύφωση του δράματος, παρακολουθούν αδιάφορα, φωτογραφίζουν και κινηματογραφούν τη Σμύρνη που φλέγεται, χτυπούν με τους υποκόπανους ή ζεματίζουν με καυτό νερό τα δάχτυλα αυτών που δοκιμάζουν ν'ανέβουν στα καράβια, τους ξαναπτούς πίσω στη θάλασσα. Μια κανονιά να 'πεφτε σαν προειδοποίηση, οι Τούρκοι θα υποχωρούσαν στο εσωτερικό της πόλης και θα σταματούσαν να σφάζουν τους άμαχους στην προκυμαία.
Οι Μικρασιάτες κατάλαβαν το σκληρό μάθημα που τους δώσαν οι χώρες της Αντάντ. Κι όταν πατήσανε το πόδι τους στις ελληνικές ακτές, ακούστηκαν δίστιχα οργής και καταγγελίας εναντίον των συμμάχων, του Βενιζέλου και της Ελλάδας:

Η Σμύρνη και το Κορδελιο δεν ήταν του Κεμάλη
μόνο τηνε πουλήσανε Άγγλοι, Ιταλοί και Γάλλοι.

Μια άλλη παραλλαγή θέλει να περιλάβει το Παλάτι και τη βασιλική κυβέρνηση μέσα στον κύκλο τν ενόχων.

Η Σμύρνη και το Κορδελιό δεν ήταν του Κεμάλη
μόνο τηνε πουλήσανε βασιλικοί ρουφιάνοι.

[...]

Ένα άλλο τραγούδι, το "Σμύρνη, κι αν εκαταστράφης", αποδίδει την ευθύνη στους αρχηγούς των δύο μερίδων της άρχουσας τάξης, Βενιζέλο και Κωνσταντίνο, και τους παραδίδει στην κρίση Θεού και ανθρώπων. Δε λείπει, ωστόσο, κι ένας τελευταίος λυρικός αποχαιρετισμός στην πολιτεία που τόσο αγαπήθηκε κι άλλο τόσο τραγουδήθηκε:

" Σμύρνη κι αν εκαταστράφης, είν' από τους αρχηγούς
και το κρίμα σου θα το 'βρουν εκεί πά' στους ουρανούς.

Αμάν, αμάν, Σμύρνη μας,
φεύγεις, φως μου, κι αφήνεις μας."

(Απόσπασμα από το βιβλίο του Νέαρχου Γεωργιάδη "Ρεμπέτικο και πολιτική", εκδόσεις "Σύγχρονη Εποχή",α' έκδοση 1991)