Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου



Συνολικές προβολές σελίδας

Επιμέλεια ακροβάτης. Από το Blogger.
Τετάρτη 25 Σεπτεμβρίου 2013

Η αίθουσα κλιματίζεται: Ζ

br /> Καθώς «πέφτουν» οι τίτλοι έναρξης, ο δημιουργός του φιλμ «προειδοποιεί» τους θεατές του ότι «οποιαδήποτε ομοιότητα με πραγματικά συμβάντα και πρόσωπα δεν είναι καθόλου συμπτωματική. Είναι απολύτως σκόπιμη». Ο Βασίλης Βασιλικός, συγγραφέας του Z, σε σχετική ερώτηση είχε απαντήσει ότι το γεγονός που τον εξέπληξε αμέσως μετά την έξοδο του φιλμ στις αίθουσες, ήταν η διεθνής ανταπόκριση που προκάλεσε. Άνθρωποι διαφόρων εθνικοτήτων, «αναγνώρισαν» στην ιστορία και στους ήρωές της, γεγονότα και πρόσωπα της χώρας τους. Αυτή ήταν και η απρόσμενη, ομολογουμένως, επιτυχία της ταινίας που έφερε ως αποτέλεσμα το να την αγκαλιάσει όλος ο κόσμος, να την βραβεύσει με τα εγκυρότερα κινηματογραφικά βραβεία και να την προστατέψει από την λήθη. Για εμάς τους Έλληνες βέβαια, οι χορδές που αγγίζει είναι πολύ περισσότερες και πολύ πιο ευαίσθητες.



Ο Γαβράς, σκηνοθέτης ταυτισμένος με το πολιτικό θρίλερ, με την καταλυτική συνδρομή του Jorge Sembrun στο σενάριο, μεταφέρει στην οθόνη το βιβλίο του Β. Βασιλικού που πραγματεύεται τα γεγονότα της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, φιλελεύθερου βουλευτή, ιδεαλιστή αγωνιστή, στη Θεσσαλονίκη το 1963. Παράλληλα ρίχνει φως στις πολιτικές ίντριγκες που οδήγησαν σ’ αυτήν, στον αγώνα του εισαγγελέα κ. Χ. Σαρτζετάκη για την απόδοση δικαιοσύνης και κυρίως στα ταραγμένα επακόλουθα της δολοφονίας που οδήγησαν την χώρα κατευθείαν στην χούντα των συνταγματαρχών. Η ταινία γυρίζεται μέσα στην Χούντα και με μία συναισθητική φόρτιση από πλευράς των συντελεστών, κυρίως του Έλληνα στην καταγωγή Γαβρά, η οποία, όχι μόνο σε τίποτε δεν πλήττει την σκηνοθετική ορθότητα, αντιθέτως την ενισχύει με μία υποβόσκουσα δύναμη που με ευκολία περνάει και στον θεατή. Η ταινία, όπως αντιλαμβάνεστε, ήταν αδύνατο να γυριστεί σε ελληνικό έδαφος, το αξιοσημείωτο όμως είναι, ότι και η Ιταλία και η Ισπανία που ήταν οι επόμενες επιλογές του σκηνοθέτη λόγω του μεσογειακού περιβάλλοντος, υπήρξαν καθ’ όλα αρνητικές στο να προσφέρουν άσυλο σε ένα σκηνοθέτη που ετοιμάζονταν να γυρίσει μία ταινία καταπέλτη για πολιτικές πρακτικές, καθόλου άγνωστες και στις εν λόγω χώρες. Έτσι, χάρη στην πρωτοβουλία και τις επαφές του παραγωγού Jacques Perrin (που κρατάει και τον χαρακτηριστικό ρόλο του φωτορεπόρτερ στην ταινία), η ταινία γυρίστηκε στην Αλγερία. Η πόλη που λαμβάνουν χώρα τα γεγονότα δεν κατονομάζεται ποτέ, απλώς είναι σαφές στον θεατή ότι πρόκειται για ένα μεσογειακό τόπο.

Το φιλμ είναι ένα εκπληκτικό πολιτικό θρίλερ δομημένο σύμφωνα με τις χιτσκοκικές επιταγές. Εξωτερικά μοιάζει με ντοκιμαντέρ (το απέριττο και ρεαλιστικό σκηνικό περιβάλλον, η έλλειψη μουσικής επένδυσης που συνήθως υπογραμμίζει τις πιο συγκλονιστικές σκηνές ενός φιλμ, η flat υποκριτική προσέγγιση των ρόλων) ωστόσο καθώς εξελίσσεται, διανθίζεται με δραματουργικά στοιχεία που κυρίως υπηρετούν την πρόθεση του δημιουργού να προκαλέσει το θυμικό του θεατή και την ταύτισή του με αυτούς που διψούσαν για δικαιοσύνη, δημοκρατία και ειρήνη και τιμωρήθηκαν σκληρά για αυτό. Ένα απλό ντοκιμαντέρ για την δολοφονία Λαμπράκη απλώς θα δίδασκε ιστορία.

Ακόμη και αυτοί που γνωρίζουν τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου ή έχουν διαβάσει το βιβλίο, καθηλώνονται από την αφηγηματική ροή και εκπλήσσονται από το σασπένς που δημιουργεί ειδικά στο δεύτερο μισό ο σκηνοθέτης με την βοήθεια πάντοτε του εκπληκτικού μοντάζ της Françoise Bollot. Ο Γαβράς κατορθώνει να αφηγηθεί περίτεχνα χωρίς όμως να οδηγεί σε σύγχυση τον θεατή. Ενώ ο στόχος του παραμένει να αποδώσει κινηματογραφικά το περιστατικό, τους υπεύθυνους και να καυτηριάσει την έλλειψη ελευθερίας που χαρακτήριζε την πολιτική ζωή εκείνης της περιόδου, τον χαφιεδισμό και τις επαίσχυντες συγκαλύψεις, παράλληλα, και κάνοντας χρήση σύντομων όμως επιτυχημένων Flashbacks που αφορούν κυρίως την σχέση του βουλευτή με την γυναίκα του, μας παραδίδει ένα ολοκληρωμένο πορτραίτο του δολοφονηθέντος, σε έναν ρόλο που κρατάει ίσως ένα τέταρτο;

Το ρόλο του ειρηνιστή βουλευτή, του οποίου το όνομα δεν ακούμε ποτέ, αναλαμβάνει με πλήρες το αίσθημα της ευθύνης ο Yves Montand. Μόνο ένας ηθοποιός του διαμετρήματός του, θα μπορούσε να δημιουργήσει έναν χαρακτήρα που να πρεσβεύει στην ταινία ενώ εμφανίζεται – θα το φανταζόσασταν;- γύρω στα 12 με 13 λεπτά από ένα σύνολο 127 λεπτών διάρκειας. Η φιγούρα και το εκφραστικό μεσογειακό πρόσωπο του ευθυτενούς, Ιταλού στην καταγωγή, ηθοποιού, μας κυνηγά καθ’ όλη την διάρκεια της ταινίας και η σκηνή της δολοφονίας, η σταδιακή σε δευτερόλεπτα κατάρρευση του βουλευτή μετά το χτύπημα, όπως παρουσιάζεται δεύτερη φορά, σε flashback μέσα από την διήγηση του Charles Denner, είναι ένα ανατριχιαστικό βίωμα που καταγράφεται μέσα μας ως η απόλυτη καταρράκωση κάθε δημοκρατικού ιδεώδους.

Ο Jean Louis Trintignant ερμηνεύει το ρόλο του ανακριτή. Υπέροχος στον ρόλο του σιδερωμένου, παγερού αλλά άτεγκτου και αδέκαστου ανακριτή που αποκαλύπτει την συγκάλυψη και καταγγέλλει την διαφθορά των ανώτερων αξιωματούχων, δημιουργεί ρόλο αναφορά. Ο τρόπος που τον ερμηνεύει, αποφορτισμένος εντελώς, μας εξάπτει και μας οδηγεί στο να παρακολουθήσουμε με αγωνία όλες του τις προσπάθειες να αντεπεξέλθει στον ρόλο του και να υπερασπίσει τις αξίες του. Η σκηνή προς το τέλος που παραπέμπει στη δικαιοσύνη (ασχέτως αν ποτέ δεν έφτασαν ενώπιόν της) τους ηθικούς αυτουργούς της δολοφονίας, σκεπάζοντας τις κοκορίστικες και εξευτελιστικές για το αξίωμά που υποτίθεται ότι κατείχαν, διαμαρτυρίες τους, με ένα ξερό «Nom, Prénom, profession» πριν τους απαγγείλει κατηγορίες, είναι μία πραγματικά ανακουφιστική σκηνή, απ’ αυτές που δικαιώνουν τον θεατή, ασχέτως αν το happy end δεν είναι το κλασσικά αναμενόμενο, αυτό που συναντά κανείς σε κινηματογραφικά προϊόντα μυθοπλασίας.

Η Ειρήνη Παππά σε ένα επίσης πολύ μικρό, αλλά τόσο χαρακτηριστικό ρόλο, αυτόν της συζύγου του τραγικού θύματος. Ο τρόπος που εκφράζει τον πόνο της, με αξιοπρέπεια, βουβά προκαλεί ένα συναισθητικό κόμπο. Αρκεί αυτό το σύντομο πέρασμα από την ταινία για ν’ αφήσει το στίγμα της. Τα πονεμένα μάτια της αντικατοπτρίζουν το πένθος ενός ολόκληρου λαού.

Η μουσική της ταινίας είναι του Μίκη Θεοδωράκη. Το «γελαστό παιδί» του παραμένει ζωντανό και έτοιμο πάντα να αποδίδει φόρο τιμής σ’ όποιον θυσιάζεται στο όνομα της δημοκρατίας και του αναφαίρετου δικαιώματος της ελευθερίας του σκέπτεσθαι και του λέγειν.

Η ταινία έγινε δεκτή παντού με ενθουσιασμό και μάλιστα σε μερικές χώρες ταυτίστηκε με την κατάκτηση της δημοκρατίας, καθώς η ταινία έβρισκε τον δρόμο της για τις κινηματογραφικές αίθουσες ορισμένων χωρών, αμέσως μετά την πτώση ολοκληρωτικών καθεστώτων. Η σημασία της για την ιστορία μας είναι αυταπόδεικτη, όπως αναμφισβήτητη είναι και η καλλιτεχνική της αξία, αφού η συμβολή της στην παγίωση των χαρακτηριστικών του κινηματογραφικού είδους του πολιτικού θρίλερ και στην καθιέρωση του Έλληνα σκηνοθέτη ως μάστορα του είδους, κρίνεται καίρια.